μυριοστημόριον

μυριοστημόριον
μῡρῐοστ-ημόριον, τό, 10,000
A th part, Arist.Sens.445b31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυριοστημόριον — th part neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριοστημόριο — το (Α μυριοστημόριον) το μυριοστό, δηλαδή το ένα δεκάκις χιλιοστό ενός πράγματος νεοελλ. (γενικά) πάρα πολύ μικρό τμήμα, ελάχιστο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοστός + μόριον (πρβλ. δεκατη μόριο, τεταρτη μόριο). To η οφείλεται σε ανομοίωση προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”